Η
θρησκεία –ως δόγμα και μεταφυσική πίστη- αποτελεί κεντρικό θέμα στην πλοκή των
έργων Μανδραγόρας και Δον Ζουάν. Η συγκριτική εξέταση της
διαχείρισης του στοιχείου αυτού στα δύο έργα. αναδεικνύει συγκλίσεις και
αποκλίσεις στις διαδρομές τις οποίες ακολουθούν οι δύο συγγραφείς ώστε να
κριτικάρουν με καυστικό χιούμορ την ανηθικότητα και την υποκρισία των
θρησκευτικών και κοινωνικών θεσμών της εποχής τους.
Ο Μακιαβέλι προσεγγίζει το θέμα
περιγράφοντας κωμικά τη δράση ενός διεφθαρμένου ιερωμένου. Τον τοποθετεί
ανάμεσα στο σαρκικό πόθο και τη σεξουαλική πράξη, ως συνένοχο –επ’ αμοιβή- στην
υλοποίηση ενός δολοπλόκου και ανήθικου σχεδίου: Να συναινέσει η ηθική Λουκρητία
στο «βιασμό» της, μοιχεύοντας και να εναποθέσει τις ελπίδες της για τεκνοποίηση
στις μαγικές δυνατότητες του μανδραγόρα[i]. Ο Μολιέρος πραγματεύεται το θρησκευτικό
στοιχείο τοποθετώντας τον απελευθερωμένο από κάθε φραγμό, άθεο και ορθολογιστή
Δον Ζουάν, να αψηφά ηθικούς και θρησκευτικούς θεσμούς και να χλευάζει τα θεία
με στόχο την ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων. Η θρησκεία στο Μανδραγόρα καταστρατηγείται καθολικά –ως
θεσμός, δόγμα και μεταφυσική πίστη.[ii]
Τον στόχο αυτό μέσα από διαφορετική διαδρομή φαίνεται να ακολουθεί και ο
Μολιέρος.
Ειρωνικά οι θρησκευτικοί θεσμοί στον
Μανδραγόρα αφήνονται να εκπροσωπηθούν
από ένα διαβολικό καθολικό ιερέα, ο οποίος δολοπλοκεί, εξαπατά, συνωμοτεί,
παραπλανεί και διαστρεβλώνει τις αξίες της Χριστιανικής πίστεως, πρεσβεύοντας το
μακιαβελικό: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Με κίνητρο την αμοιβή συναινεί στην
άμβλωση, επιχειρηματολογεί υπέρ της αμαρτίας-απιστίας, διαχωρίζοντας το πνεύμα
από τη σάρκα και θεωρεί παράπλευρη απώλεια τον θάνατο του ενός για το καλό των
πολλών, εξισώνοντας πονηρά το καλό με το κακό.
Αντίστοιχα, ο Μολιέρος
θέτοντας στο κέντρο του ενδιαφέροντος την πάλη ανάμεσα στον Δον Ζουάν και τη
θρησκεία, αναθέτει στον υπηρέτη-μπούφο Σγαναρέλ την υπεράσπιση της δεύτερης.[iii] Ο Σγαναρέλ, ως «κωμικό
είδωλο του κυρίου του»,[iv] αποτυγχάνει στο ρόλο αυτό
και η Χριστιανική πίστη παραμένει σκανδαλωδώς εκτεθειμένη στους χλευασμούς του
Δον Ζουάν.
Η παρουσίαση της Μακιαβελικής Λουκρητίας ως αγνής και ηθικής μορφής και η
μεταστροφή της στην αμαρτία σε συνδυασμό με την πρόθεσή της να συνεχίσει την απάτη, επαναπροσδιορίζουν
την πτώση και τον χαρακτήρα της, αποκαλύπτοντας την υποκρισία στους κόλπους του
ποιμνίου μιας διεφθαρμένης εκκλησίας.[v]
Το μοτίβο της αποπλάνησης και διαφθοράς της αγνής-θρησκευόμενης γυναίκας
βρίσκει αντίκρισμα και στον Μολιέρο, στη Ντόνα Ελβίρα. Η ειλικρίνειά της
απέναντι στους θεσμούς, που εκπροσωπεί και πρεσβεύει, τίθεται υπό αμφισβήτηση,
όταν αφού ενδίδει στον σαρκικό πειρασμό και το ερωτικό πάθος, αρνείται να
παραδεχτεί την ευθύνη της δικής της έφεσης στην αμαρτία. Η ειρωνική ματιά του
Μολιέρου την ταυτίζει με την επιτηδευμένη υποκριτική θρησκοληψία του Δον Ζουάν
και τη σκανδαλιστική δικαιολογία: «η υποκρισία είναι το βίτσιο της μόδας».
Καθώς στην εξέλιξη μιας πλοκής
διαποτισμένης από δολοπλοκίες ίντριγκες και απάτες συμμετέχει ένας ιερέας,
υποκινούμενος από σχέσεις δοσοληψίας και μια ευσεβής χριστιανή, η οποία
συνειδητά αποφασίζει να διαιωνίσει την ανηθικότητα,[vi]
τόσο οι θρησκευτικοί θεσμοί όσο και οι εκπρόσωποί τους κρίνονται υποκριτικοί
και ανήθικοι στον Μακιαβελικό Μανδραγόρα.
Η ειρωνική διακωμώδηση της υποκρισίας -μέσα από το μοτίβο της εξαπάτησης- αποδίδει
κωμικά τη διαφθορά μιας ολόκληρης κοινωνίας και των θεσμών που τη διέπουν. Ο
γάμος προσβάλλεται ως ιερό μυστήριο και κοινωνικός θεσμός. Το μυστήριο της εξομολογήσεως
υποκινεί την ανηθικότητα νομιμοποιώντας την και τελικά, με τις ευλογίες της
εκκλησίας, ακυρώνεται η ηθικολογία ενός ευτυχούς τέλους και επικυρώνεται η
ανηθικότητα ως καθρέφτης της κοινωνίας.
Η κριτική ματιά του Μολιέρου είναι
κάπως πιο σύνθετη. Πλαισιώνει τον Δον Ζουάν με φαινομενικά ηθικούς εκπροσώπους των
θρησκευτικών θεσμών, οι οποίοι ουσιαστικά αποδεικνύονται υποκριτές και ανήθικοι,
καταπατώντας όσα πρεσβεύουν, χωρίς να παραδέχονται τις αλήθειες για τον εαυτό
τους.[vii]
Ο Μολιέρος χρησιμοποιώντας το μοτίβο της συνεχούς μετακίνησης και
επαναλαμβανόμενης εξαπάτησης προωθεί ένα παιγνίδι ρόλων στο οποίο πρωταγωνιστής
και σκηνοθέτης είναι ο ίδιος ο Δον Ζουάν.
Ως μοχλός, ο οποίος υποκινεί την εκδήλωση της συμπεριφοράς και των σκέψεων των
ανθρώπων που συναντά,[viii]
γίνεται ένας αντεστραμμένος καθρέφτης, καταλύτης των κοινωνικών και
θρησκευτικών θεσμών.[ix]
Ο Μακιαβέλι, υιοθετώντας μηδενιστική
στάση απέναντι στη θρησκεία, συρρικνώνει τη μεταφυσική διάσταση του έργου στη
δεισιδαιμονία –«την απατηλή πίστη στις μαγικές δυνατότητες του Μανδραγόρα»[x].
Εν τη απουσία θρησκευτικών κανόνων (έχουν καταρριφθεί), ηθικής (η ανηθικότητα έχει νομιμοποιηθεί) και
θρησκευτικών φορέων (γίνονται διεφθαρμένοι φορείς του δόλου) η μεταφυσική πίστη
αμφισβητείται και ειρωνικά ταυτίζεται με την απάτη. Όσο αληθινές είναι οι υπερφυσικές
ιδιότητες του μανδραγόρα, τόσο αληθινή είναι η πίστη στην υπερβατική θεϊκή
παρουσία και την αιωνιότητα!
Αντίθετα ο Μολιέρος διαποτίζει το
έργο του με μια υπερβατική παρουσία-απουσία η οποία, αν και προφανής, παραμένει
ειρωνικά απαρατήρητη από τον Δον Ζουάν.[xi] Ο πανταχού παρόν
Θεός -αν και δηλώνει διαρκώς την παρουσία του μέσα από το μοτίβο της
επαναλαμβανόμενης υπενθύμισης
της
θείας τιμωρίας- παραμένει άπιαστος,
συρρικνώνεται στη φιγούρα ενός φαντάσματος και διακωμωδείται. Ο Δον Ζουάν
αντιτάσσει στη μεταφυσική πίστη τον ορθολογισμό, αντιστρατεύεται την αιωνιότητα
ζώντας τη στιγμιαία απόλαυση, και αντιμετωπίζει την κόλαση ως ακόμα μια
ευκαιρία εξερεύνησης, την οποία του επιτρέπει η απεριόριστη ελευθερία του.
Ο Μακιαβέλι μέσα από το
αντιφατικό και οξύμωρο σχήμα του ιερωμένου που δολοπλοκεί με τον σταυρό στο
χέρι, συγχωνεύει ειρωνικά το διδακτισμό των μεσαιωνικών έργων με την ίντριγκα
της ρωμαϊκής κωμωδίας για να εξυπηρετήσει την κριτική ματιά και τη σατιρική διάθεση
της erudita. Ο διδακτισμός των
θρησκευτικών αναπαραστάσεων -με στόχο την εδραίωση της πίστης και της θρησκευτικότητας-
αντιστρέφεται και γίνεται διδακτισμός υπέρ της νομιμοποίησης της απάτης και της
ανηθικότητας.
Η επιτηδευμένη χρήση της μεσαιωνικής
σκηνής της κολάσεως και η θεαματική «θεία τιμωρία» του Δον Ζουάν, υπό το πρίσμα
της λοξής ματιάς του Μολιέρου, ταυτίζεται ειρωνικά με τη μεσαιωνική θεματική
της αιώνιας πάλης του καλού και του κακού: ο καλός Θεός τιμωρεί τον ανήθικο Δον
Ζουάν, καθώς γίνεται ταφόπετρα που θάβει την ελευθερία του. Ο Μολιέρος
επιστρατεύει διαφορετικές και αντιφατικές θεατρικές φόρμες (κωμωδία, τραγωδία,
φάρσα) με στόχο την ανάδειξη των αντιφάσεων στην πλοκή και το νόημα.
Ο Μακιαβέλι και ο Μολιέρος, μέσα από
δύο ιστορίες σαρκικού ερωτικού πάθους και εξαπάτησης, πραγματεύονται το
θρησκευτικό ζήτημα με κριτική ματιά, ειρωνική διάθεση και κωμικό ύφος. Ο πρώτος
-εξυπηρετώντας τους στόχους της erudita-
«καμουφλάρει» την κριτική του πίσω από ένα ανήθικο ευτυχές τέλος, το οποίο
νομιμοποιούν οι υποκριτικοί θρησκευτικοί θεσμοί και φορείς. O δεύτερος -καταργώντας την
κλασικιστική αληθοφάνεια- αποκαθιστά την ηθική τάξη μέσα από τη θεαματική
ουράνια τιμωρία του άθεου και ανήθικου Δον Ζουάν, ο οποίος -ως καθρέφτης-
αντανακλά και αναδεικνύει την υποκρισία και την ανηθικότητα της κοινωνίας και
της θρησκείας που τον καταδικάζουν.
* Εκπονήθηκε στα πλαίσια της ΘΣΠ50
κατά το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013.
[i] Ποώδες φυτό το οποίο
περιέχει φαρμακευτικές ουσίες με καταπραϋντική δράση. Το παράξενο σχήμα της
ρίζας του -θυμίζει ανθρώπινη φιγούρα- συνέτεινε
στην ανάπτυξη δοξασιών για δήθεν μαγικές ιδιότητες του βοτάνου.
(Μηλιαράκης 1917:5).
[ii]Behuniak-Long 1989:278.
[iii] Loerence 1978:88.
[iv] Massin 2001:36-37.
[v]Sumberg 1961:328.
[vi] Bertelli 1980:46.
[vii] Singer 1971:449.
[viii] Ball & Ellis 1983:148, Massin
2001:33.
[ix] Θωμαδάκη 119.
[x] Μηλιαράκης 1917:9.
[xi] Lawrence 1978:88.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έργα
Αναφοράς
Μαστοράκη, Τ. (μτφρ). 2008. «Μακιαβέλι: Ο
Μανδραγόρας» στο Πρόγραμμα της παράστασης
του έργου Ο Μανδραγόρας, Θέατρο του Νέου κόσμου, Αθήνα.
Πρεβελάκη, Π. (μτφρ). 1973. «Μολιέρου: Ντον Ζουάν, κωμωδία σε πέντε πράξεις», Αθήνα: Εταιρία
Σπουδών Σχολής Μωραΐτη.
Ελληνική Βιβλιογραφία
Θωμαδάκη Μ.,
2001. «Η νύχτα της Βαλόνης ή ο θάνατος του Δον Ζουάν», στον συλλογικό
τόμο, Δάφνη (Tιμητικός τόμος για τον Σπύρο A. Eυαγγελάτο), Παράβασις – Mελετήματα I, επιμ. Ιωσήφ Βιβιλάκης, Aθήνα: Ergo.
Massin, J. 2001. Ντον Ζουάν: «Ο Ντον Ζουάν
στην Εποχή του, Ένα Καταραμένο Έργο» στο Πρόγραμμα
της Παράστασης Ντον Ζουάν, Εθνικό Θέατρο.
Μηλιαράκης,
Σπ. 1917. Αι Περί Μανδραγόρα Δεισιδαιμονίαι.
Αθήναι: Τύποις Φραντζεσκάκη. URL: http://invenio.lib.auth.gr/record/115676/files/1.pdf.
Αγγλική Βιβλιογραφία
Ball, D., Ellis, F. H. 1983, “Molière's Dom Juan Form Meaning Audience” Modern Philosophy, Vol. 81, No. 2, pp. 146-158.
Behuniak-Long, S. 1989. “The significance of Lucrezia
in Machiavelli's La Mandragola”, Review
of Politics, Vol. 51, pp. 264-280.
Bertelli, S. 1980. «When Did Machiavelli Write Mandragola?»,
Renaissance Quarterly 24: 317-26.
Lawrence, F. L. 1978. “Dom Juan and the Manifested
God: Moliere’s Antitragic Hero” Modern Language Association. Vol. 93,
No. 1, pp. 86-94.
Singer, I. 1971, “Moliere’s Dom Juan” in The Hudson Review, Vol.24,
No. 3, pp. 447-460.
Sumberg, T. A. 1961. “La Mandragola: An
interpretation” in the Journal of
Politics, Vol. 23, No. 2, pp. 320-340.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου