Δραματολογική ανάλυση του στοιχείου της αναμονής στο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό.*
Το
στοιχείο της αναμονής -δραματουργικός άξονας στο Περιμένοντας τον Γκοντό- υπογραμμίζεται δια του τίτλου, ενισχύεται
δια της πλοκής, διαιωνίζεται δια της κυκλικής δομής και ματαιώνεται σε κάθε
αναβολή εκπλήρωσης του τέλους και της πολυπόθητης άφιξης του Γκοντό
-ενισχύοντας την υπαρξιακή οδύνη των χαρακτήρων και προκαλώντας την απορία και
τη φαντασία των θεατών.
Η αναμονή στο έργο καθολική,
ατέρμονη, ανεκπλήρωτη και ανακυκλούμενη λειτουργεί σε πολλά και διαφορετικά
επίπεδα. Ο τίτλος αναμένει από την πλοκή να τον εκπληρώσει. Το έργο τελειώνει
αναμένοντας τον τίτλο του να εκπληρωθεί.[i]
Οι λέξεις αναμένουν την αιτία που θα δικαιολογήσει την ύπαρξή τους και θα
αποκαταστήσει τη γλώσσα ως σταθερό τρόπο
επικοινωνίας.[ii] Ο
Εστραγκόν και ο Βλαδιμήρ αναμένουν τον Γκοντό. Οι θεατές αναμένουν το νόημα και
οι θεατρικές συμβάσεις την εκπλήρωσή τους. Παγιδευμένη κάθε αναμονή στο
«αναμένοντας» του τίτλου, καταδικάζεται σε μια βασανιστική διάρκεια η οποία της
αρνείται επ’ αόριστον την εκπλήρωση.
Ο Γκοντό δεν εμφανίζεται ποτέ,
οδηγώντας τους θεατές και τον τίτλο εκ νέου στην αναμονή. Πλοκή και δομή,
επαναλαμβανόμενες εις διπλούν, υπόσχονται την επ’ άπειρο επανάληψή τους,
δεσμεύοντας τους χαρακτήρες σε μια αέναη πράξη αναμονής.[iii]
Εμμένοντας ο Εστραγκόν και ο Βλαδιμήρ πεισματικά στη στατική αναμονή του Γκοντό
και ο Πόντζο και ο Λάκυ στη συνεχή κυκλική κίνησή τους, ανανεώνουν το ραντεβού
τους το οποίο υποβάλλουν σε άπειρες επαναλήψεις.
Οι λέξεις -ως ελεύθερα σημαίνοντα-
διασπείρονται σε γλωσσικά παιγνίδια επανάληψης, παρήχησης, συνήχησης και συνειρμικής
γλωσσοδιάρροιας (μονόλογος Λάκυ) πέρα από κανόνες στίξης και σύνταξης,
καθυστερώντας την έλευση του νοήματος και εντείνοντας την αναμονή.[iv]
Οι παραδοσιακές χωροχρονικές συμβάσεις υποχωρούν μπροστά στο ασαφές του χώρου
και του χρόνου και η πραγματικότητα μάταια αναμένει τη ρεαλιστική αναπαράσταση
του ειδώλου της.[v] Το ποτέ
αγγίζει το πάντα και το πουθενά το παντού αντικαθιστώντας την πραγματικότητα με
το όνειρο, τη μνήμη με την πλατωνική ανάμνηση και τη ζωή με την προΰπαρξη.[vi]
Η οδύνη μιας ατέρμονης και αβέβαιης αναμονής ενισχύεται καθώς «η αρχή και το
τέλος είναι σημεία ταυτόσημα στον κύκλο της ύπαρξης»[vii]
(όπως και ως ταυτόσημα σημεία εμφανίζονται στην κυκλική δομή του έργου).
Ο Γκοντό ως προσδοκία και απουσία
ταυτόχρονα θεοποιείται και ακυρώνεται. Υπερσημασιοδοτείται αποκτώντας
διαστάσεις υπερφυσικές (Θεός), υπαρξιακές (Θάνατος), πολιτικές (Φεουδάρχης) και
κοινωνικές (Ευεργέτης) ενώ την ίδια στιγμή συρρικνώνεται στο τίποτα -το οποίο
στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης μένει εκτός σκηνικής πραγμάτωσης. Με
μοναδική βεβαιότητα την απουσία και σταθερό σημείο αναφοράς την προσδοκία, ο
Μπέκετ δε γράφει ένα έργο για τον Γκοντό -ο οποίος απουσιάζει- αλλά για την αναμονή η οποία είναι παρούσα σε
κάθε επίπεδο.[viii]
Το «περιμένοντας» του τίτλου -ως
ρηματική μετοχή-, πέρα από τη διάρκεια και την επανάληψη, υποδηλώνει τον
ενδιάμεσο χρόνο της αναμονής μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από το «Τί» του
νοήματος στο «Πώς» της αναπαράστασης.[ix]
Με εμβληματική φράση το «Τίποτα δε γίνεται» του Εστραγκόν -στην οποία
συμπυκνώνονται η αναμονή, η αβεβαιότητα, η ματαίωση και η απελπισία- το έργο εκ
πρώτης όψεως πραγματεύεται το ΤΙΠΟΤΑ το οποίο συμβαίνει εις διπλούν -με μικρές
διαφοροποιήσεις στις δύο πράξεις του έργου.[x]
Ο Μπέκετ ξεγελώντας τον
θεατή/αναγνώστη γεμίζει τον κενό χρόνο της ατέρμονης και μάταιης αναμονής με
διακειμενικά, σωματικά και γλωσσικά παιγνίδια. Vaudeville, music hall, παντομίμα και τσίρκο δημιουργούν
ένα άχαρο θέαμα ποικιλιών και συνδιαλέγονται με θρησκευτικές αναφορές, μεταφυσικές
ανησυχίες, υπαρξιακές αγωνίες και θεωρητικό λεξιλόγιο φιλοσοφικού υπόβαθρου,
λειτουργώντας τόσο στο δραματικό παρόν όσο και στο παρόν του θεατή ως η
επαναδιαπραγμάτευση του κενού χρόνου της αναμονής.[xi]
Η
αναμονή αναστέλλεται-υπονομεύεται στον παροντικό χρόνο της σκηνής καθώς η
προσοχή στρέφεται από την οδυνηρή προσδοκία μιας μελλοντικής και αβέβαιης
άφιξης στη βεβαιότητα της σωματικής παρουσίας κατά τη διάρκεια της αναμονής
αυτής της άφιξης. Ο Εστραγκόν και ο Βλαδιμήρ στοιχειωμένοι από την απώλεια κάθε
ιστορικού συμφραζόμενου, χρονικής συνέχειας και ιστορικής καταβολής,[xii]
μετατρέπουν την απελπισία και την απραξία τους σε παιγνίδι. Στην απουσία δράσης
γίνονται οι ίδιοι η δράση, κρατώντας τον χρόνο ζωντανό στο εδώ και τώρα του
παιγνιδιού τους.
Η έμφαση στη σωματικότητα μέσω των
διδασκαλιών, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις ρουτίνας (καπέλο, μπότα), ο χορός
και η μουσική λειτουργούν ως αντίστιξη στο χάος μέσα στο οποίο ο Μπέκετ
εγγράφει τη δράση ή την απουσία αυτής.
Με τον τρόπο αυτό η ουσία μετατίθεται από την απουσία (του Γκοντό) στην
παρουσία (των Εστραγκόν, Βλαδιμήρ), από τη αναμονή στην δράση, από το μέλλον
στο παρόν και από το δράμα στη δραματοποίηση. Ο Μπέκετ, περιφρονώντας τις
τεχνικές του παραδοσιακού θεάτρου (λογική και αιτιοκρατική δομή, ενότητες χώρου
και χρόνου, γλώσσα ως ψυχογραφικό εργαλείο επικοινωνίας), εισάγει στο έργο
ποικίλα θεατρικά είδη θεάματος τα οποία απεκδύονται των υψηλών νοημάτων
(Vaudeville, music hall, παντομίμα και τσίρκο) εστιάζοντας σε ένα μετα-θεατρικό,
σχεδόν σχολιαστικό, παιγνίδι δραματοποιήσεων όπου το παιγνίδι συμβαίνει για το
παιγνίδι και το θέατρο για το θέατρο υπονομεύοντας οποιαδήποτε άλλη αναμονή.[xiii]
Ο Εστραγκόν και ο Βλαδιμήρ σαν μικρά παιδία παλεύουν να ροκανίσουν τον χρόνο
μιας απέραντης ημέρας και να ξεγελάσουν την αναμονή τους. Το παιγνίδι τους
σχεδόν αυτοσχεδιαστικό, με άχαρες ρουτίνες και πολλές επαναλήψεις δραματοποιεί -παίζοντας και εμπαίζοντας- το «ΠΩΣ» της
αναμονής.[xiv]
Σε μια νέα σκηνική γλώσσα -από την
οποία απουσιάζει το σκηνικό, το τέλος, οι ήρωες, η δράση, το νόημα- ο Μπέκετ
παραδίδει στον μεταπολεμικό άνθρωπο τον καθρέφτη του εαυτού του, συνοψίζοντας
σε ένα αμφίσημο τίτλο την υπαρξιακή αγωνία, την αβεβαιότητα και την απελπισία
που τον χαρακτηρίζουν. Καθώς η αναμονή αναστέλλει τη δράση και το νόημα
αποτυγχάνει να αφιχθεί, ο κενός χρόνος γίνεται παιγνίδι. Το παιγνίδι αυτό
–άστοχο, άτονο, άχαρο, ανόητο- δεν παύει να είναι μια δράση. Ως πράξη
αυτενέργειας -η οποία αναστέλλει την παθητικότητα της αναμονής και εγγράφεται
ως προσπάθεια αυτοκαθορισμού της ύπαρξης και διαχείρισης του κενού χρόνου- το
παιγνίδι είναι ο μοναδικός τρόπος αντίστασης απέναντι σε ένα παράλογο και
ακατανόητο κόσμο.
Η αναμονή, έννοια παθητική, στατική
και καθηλωτική γίνεται στο Περιμένοντας
τον Γκοντό παιγνίδι, εμπαίζοντας τον ίδιο της τον εαυτό. Επιτυγχάνοντας το
ακατόρθωτο, ο Μπέκετ δραματοποιεί αντιστρέφοντας την επωδό «Τίποτα δε γίνεται»,
φτιάχνοντας ένα έργο όπου το τίποτα γίνεται!
*
Εκπονήθηκε στα πλαίσια της ΘΣΠ50 (ΑΠΚΥ, Θεματική ενότητα: Ιστορία του Θεάτρου και Δραματολογία) κατά το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013.
[i] Πατσαλίδης 2004:282.
[ii] Worton 1994:77.
[iii] Worton 1994:71.
[iv] Πατσαλίδης 2004:393.
[v] Graver 2004:22.
[vi] Λαμπαρίδου 1980:16.
[vii] Λαμπαρίδου 1980:22.
[viii] Wordon 1994:70.
[ix] Graver 2004:25.
[x] Graver 2004:24.
[xi] Graver 2004:25, 32-33.
[xii] Graver 2004:30.
[xiii] Worton 1994:74, Πατσαλίδης 2004:388-389.
[xiv] Πατσαλίδης 2004:387.
Ελληνική
Βιβλιογραφία
Αγγλική
Βιβλιογραφία
Ελληνική
Βιβλιογραφία
Λαμπαρίδου-Πόθου,
Μ. 1980. Μπέκετ, η εμπειρία της
υπαρξιακής οδύνης. Αθήνα: Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.
Πατσαλίδης,
Σ. 2004. Θέατρο και Θεωρία: Περί (υπο)κειμένων και (δια)κειμένων. Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.
Αγγλική
Βιβλιογραφία
Esslin, M. 1960. “The Theatre of the Absurd”, in The Tulane Drama Review. Vol. 4, No. 4,
pp. 3-15.
Graver, L. 2004. Samuel
Beckett Waiting for Godot. New York: Cambridge University Press.
Pilling, J. (ed.) 1994. The Cambridge Companion to Beckett. Great Britain: Cambridge
University Press.
Worton, M. 1994. “Waiting for Godot and Endgame”, Pilling, J. (ed.) 1994. The Cambridge
Companion to Beckett. pp. 67-85. Great Britain: Cambridge University Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου