Τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα της Έλενας Πέγκα: κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις.
Το
«θέατρο καλείται να πάρει θέση απέναντι στην εικόνα»,[i]
ο θεατής απέναντι στην παράσταση και ο άνθρωπος απέναντι στη ζωή. Όταν τα όρια
συμφύρονται και η ζωή γίνεται παράσταση, ο άνθρωπος θεατής/θέαμα και η κοινωνία
θέατρο, τότε η ουσία παραμένει στην εικόνα και η εικόνα εμπορευματοποιείται! Η
Πέγκα μέσα από ένα συνεχές παιχνίδι οπτικής αυταπάτης[ii]
προβάλλει με τρόπο ειρωνικό και συχνά σαρκαστικό αυτή ακριβώς την όψη της
σύγχρονης πραγματικότητας, η οποία στην πιο επικίνδυνη έκφανσή της καταλαμβάνει
θέσεις πολιτικής και εξουσίας.
Η
ανθρώπινη παρουσία στη σκηνή και η αναπαράστασή της στην οθόνη, ο θεατής της
παράστασης και ο θεατής της αναπαράστασης, βρίσκονται σε συνεχή διάλογο καθώς
συνυπάρχουν ως υλικά στην παραγωγή ενός θεάματος. Ο κόσμος της Πέγκα
εκδηλώνεται ως μια τεράστια συσσώρευση θεαμάτων όπως ακριβώς και η κοινωνία
στην οποία επικρατούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής.[iii]
Το σώμα, το ρούχο, η ζωή, η εξουσία, η ιδέα, η πληροφορία γίνονται θέαμα ή
αντιστοίχως σημεία προς κατανάλωση διαμέσου της οράσεως.
Πίσω
από κάθε θέαμα καραδοκεί και ο αντίστοιχος μηχανισμός εκμετάλλευσης στη βάση
μιας οικονομίας που στηρίζεται στη βιομηχανοποίηση της παραγωγής και την
εμπορευματοποίηση αγαθών και αναγκών. Σύμφωνα με τον Goffman, (2001:112) το σώμα
είναι σημείο που μεταφέρει κοινωνικές πληροφορίες κύρους. Γίνεται κείμενο[iv] προς
ανάγνωση και αντικαθιστά την ψυχή (Baudrillard 2000:153), προσφέροντας απαντήσεις σε οντολογικά ερωτήματα.
Φορώντας
το σώμα σαν ρόλο και το ρούχο σαν θεατρικό κοστούμι, ο σύγχρονος καταναλωτής
συναινεί στην (οφθαλμ)απάτη της μόδας. Το ρούχο, ως μετωνυμία του ανθρώπινου
σώματος (Πεφάνης 2009:166), δεν καλείται απλά να καλύπτει αλλά και να σημαίνει.
Μεταφέρει σημασίες σαν γλώσσα[v]
και προσδίδει ταυτότητες στο σώμα ως προέκτασή του (σελ.78). Η βιομηχανία της
μόδας - και ακόμα περισσότερο η υψηλή ραπτική - εκμεταλλευόμενες την ανάγκη του
ανθρώπου να σημαίνει, παράγουν αντικείμενα-σημεία για να τον προσδιορίσουν,
ιδέες για να τον πείσουν και βιτρίνες για να τον προσελκύσουν ώστε τελικά να
πουλήσουν μια προσωπικότητα.
Για
τον κόσμο της μόδας, το θέαμα δεν είναι ταυτόσημο με το απλό βλέμμα και το
ρούχο δεν είναι ταυτόσημο με την πραγματική ανάγκη. Τα ρούχα παράγουν τις
ανάγκες και όχι οι ανάγκες τα ρούχα. «Η
μητέρα μου είχε ένα κόκκινο φόρεμα. Εγώ έχω δέκα». Στην εποχή της υπερκατανάλωσης, η κοινωνία
επιστρέφει σε νηπιακή ηλικία και ο άνθρωπος λειτουργεί με την αρχή της
ευχαρίστησης (id),
παραμερίζοντας την αρχή της πραγματικότητας (ego). Η σχέση του καταναλωτή με το
περιβάλλον χαρακτηρίζεται από μια ακατάληπτη προσπάθεια ενημέρωσης,
αναβάθμισης, εναρμόνισης και ανακύκλωσης μέσα στη μόδα, εξοβελίζοντας κάθε
υποψία ενοχής. Το υπερεγώ πλέον στοχεύει το τέλειο όχι στη βάση του ηθικά
αποδεκτού, αλλά στη βάση του κοινωνικά αποδεκτού, για να βελτιώσει όχι το είναι
αλλά το φαίνεσθαι.
Στον
μύθο/κείμενο τα ρούχα εξαφανίζονται, γίνονται μαγικά και αόρατα. Η «έξυπνη
ιδέα» εμπορευματοποιείται με τρόπο που μεταθέτει την ουσία από το πραγματικό
ρούχο στην πολλά υποσχόμενη απουσία του, τη σημασία του. Οι απατεώνες κρύβονται
κάτω από τη βιτρίνα ενός ευφάνταστου φαίνεσθαι και ανάγουν την απάτη σε
επιστήμη. Το (ψευδο)προϊόν γίνεται (ψευδο)συμβάν-διαφήμιση. Εμπορεύεται την
ανάγκη για προβολή, την επιθυμία για το ανύπαρκτο, την έλλειψη/απουσία που
δημιουργεί η θνητότητα[vi] και την (α)νοησία του Αυτοκράτορα,
προσφέροντάς του μια ήδη προκαθορισμένη επιλογή. Όταν ολόκληρη η «κοινωνία
ονειρεύεται μια ανάγκη, τότε το όνειρο γίνεται αναγκαίο»[vii]
και ο μηχανισμός παραγωγής και προώθησής του απαραίτητος. Όταν ο Αυτοκράτορας
επιθυμεί τα αόρατα ρούχα, αυτά γίνονται ορατά, και οι Άι-Κιου απαραίτητοι. Ως
αντιπρόταση στο χώρο της υψηλής ραπτικής η πρόταση των Άι - Κιού σαρκάζει το παραμύθι
και το παραμύθιασμα το οποίο αποτελεί ο
κόσμος της μόδας: «Ρούχα. Στους 40 βαθμούς καταστρέφονται».
Η
μόδα, ως κατεξοχήν μηχανισμός στην υπηρεσία της βιομηχανίας του θεάματος,
αναγκάζει στην αποδοχή της ταύτισης των αγαθών με τα εμπορεύματα[viii] και της ικανοποίησης με την ευτυχία και την
επιβίωση: «ο Υβ Σαιντ Λωραίν λέει … πως μια ευτυχισμένη γυναίκα … έχει ανάγκη
να νοιώθει άνετα μέσα στα ρούχα της.» σελ.36. Η μόδα δεν «πραγματοποιεί
φιλοσοφία, αλλά φιλοσοφικοποιεί την πραγματικότητα»[ix],
διαφημίζοντάς την: «ντύνει το γυμνό για να το εκπολιτίσει, και τα κοινωνικά
κατώτερα στρώματα για να τα αναβαθμίσει»[x].
Τα
αντικείμενα γίνονται σημεία, τα σώματα γίνονται αντικείμενα προσδιοριζόμενα από
σημεία και η νοημοσύνη στόχος προς εκμετάλλευση από τη βιομηχανία παραγωγής και
προώθησης εμπορευματοποιημένων αγαθών-ιδεών. Οι άνθρωποι καθορίζονται από την
ποσότητα, την ονομασία και τη σημασία των εμπορευμάτων που καταναλώνουν. Η
περιγραφή του εαυτού τους περιορίζεται στην αποκωδικοποίηση της γλώσσας που
μιλούν τα αντικείμενα εκ μέρους τους. «Κρίστιαν: Τσιγάρα, αναπτήρας. Είμαι
καπνίστρια. Η ατζέντα μου. Έχω και φίλους. Φωτογραφίες. Για να έχω αναμνήσεις
και μνήμες. (σελ.40)». Το είναι υποβιβάζεται σε έχειν και το έχειν διολισθαίνει
στο φαίνεσθαι (Ντεμπόρ 1967:28). «Όλα τα άλλα είναι αόρατα. Μεγάλα, κίτρινα
φθινοπωρινά φύλλα… (σελ.40)».
Η
ευκολία με την οποία η κοινή γνώμη άγεται και φέρεται από τους μηχανισμούς που
τάσσονται στην υπηρεσία του φαίνεσθαι καθορίζοντας και παραμυθιάζοντάς την,
εγείρει άλλη μια προβληματική. Καθώς η κοινωνική επιβίωση απαιτεί την ταύτιση
του είναι με το φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι ανάγεται σε πραγματικότητα. Ο σύγχρονος
άνθρωπος περισσότερο δείχνει και δείχνεται, παρατηρεί και παρατηρείται παρά ζει
και σκέφτεται. «Όσο περισσότερο δέχεται να αναγνωρίζει τον εαυτό του στις
κυρίαρχες εικόνες της ανάγκης, τόσο λιγότερο κατανοεί τη δική του ύπαρξη».[xi]
Έτσι το φαίνεσθαι ανάγεται σε είναι και το πραγματικό είναι καταπνίγεται στο
υποσυνείδητο και εκδηλώνεται ως όνειρο[xii].
Ο Αυτοκράτορας έχει κύρος όταν έχει
μεταλλικά, ηλεκτρομαγνητικά, μεταφυσικά ρούχα. Παράγει έργο όταν σταματά την
ανάπτυξη και ενώνει τη γη με τη σελήνη.
Έχει εξουσία όταν ο λαός του είναι χρυσόψαρο. Επιβεβαιώνει την εξουσία
του όταν μπορεί να επιβάλει το ανύπαρκτο (ρούχο) ως υπαρκτό. Έχει ισχύ όταν
εκτελεί όποιον βλέπει τη γύμνια του. Θεατρικές συμβάσεις στο πλαίσιο ενός
ανεστραμμένου-μεταμοντέρνου θεατρικού σχεδιασμού; Κοινωνικοπολιτικές συμβάσεις
μιας ανεστραμμένης κοινωνίας στην εποχή της μετανεωτερικότητας; Ή μήπως
πρόκειται για κοινωνικοπολιτικές συμβάσεις που διέπουν θεατροποιημένες σχέσεις
στην σκηνή της μεταμοντέρνας κοινωνίας; Το σίγουρο είναι πως η
υπερπραγματικότητα που δημιούργησε η Πέγκα επί σκηνής χάνει τα όριά της και
συγχέεται με την αυλαία.
Μέσα
στον αληθινά ανεστραμμένο κόσμο, η πραγματικότητα είναι μια στιγμή του ψεύτικου
(Ντεμπόρ 1967:67) και αυτή ακριβώς τη στιγμή τιμωρεί ο Αυτοκράτορας. Τη στιγμή
του καθαρού νου, της αλήθειας, του «είναι», η οποία αποτελεί μοναδική παραφωνία
στην καθολική συνομωσία του «φαίνεσθαι». Όπως ο κύκλος της μόδας απαιτεί
πιστούς ακόλουθους και παθητικούς δέκτες έτσι και η απάτη απαιτεί συνενοχή και
σιωπή. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στο σύνολό τους συγκροτούν τη θέση του πολίτη
ως θεατή στη σκηνή της σύγχρονης πολιτικής, στο θέατρο της εξουσίας και στο
έργο του «να μην φαίνεσαι αυτό που είσαι και να είσαι αυτό που φαίνεσαι».
«Μόνιτορ: Αυτοκράτορας γυμνός ... No record! σελ.18». Επειδή τη φωνή της
αλήθειας τη χάφτει το στόμα ενός μεγάλου τρομακτικού σκύλου, ας μην μιλήσουμε
για τον καπιταλισμό. Ας μιλήσουμε για τη μόδα!
[i] Βλ. Συνέντευξη Πέγκα στη Β.
Παλαιολόγου (Close up Μάιος 2000:42).
[ii] Βλ. Τσατσούλης 1999.
[iii] Βλ. Ντεμπόρ
1967:25.
[iv] Julia
Emberley 1987 (40-42).
[v] Βλ. Svendsen 2006:70.
[vi] Julia
Emberley «fashion provides the style of immortality…masking death and absence»,
(1987:49).
[vii] Βλ. Ντεμπόρ 1967:30.
[viii]
Baudrillard 1967:42.
[ix] Βλ. Ντεμπόρ 1967:29.
[x] Βλ. Carter 2003:69,105.
[xi] Baudrillard
1967:30.
[xii] Βλ. Κρίστιαν: «Στα
όνειρά μου περπατώ μονάχη…» σελ20. Ένδειξη, απομόνωσης, αυτοσυγκέντρωσης,
εσωτερικού στοχασμού, συνομιλία με τον εαυτό, το πραγματικό είναι.
Έργα Αναφοράς:
Πέγκα,
Ε. 1999. Τα Καινούργια Ρούχα του
Αυτοκράτορα. Αθήνα: Οξύ.
Ελληνική Βιβλιογραφία:
Ανδρουλιδάκης,
Κ. 2008. Ιμμανουέλ Κάντ: Επιλογή από το
έργο του. Αθήνα: Στιγμή.
Baudrillard, J.
2000. Η Καταναλωτική Κοινωνία: Οι Μύθοι
της, οι Δομές της. Σκόπελος: Νησίδες.
Goffman, E. 2001.
Στίγμα: Σημειώσεις για τη διαχείριση της
Φθαρμένης Ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Ντεμπόρ, Γκ.
1967. Η Κοινωνία του Θεάματος. (μτφρ.
Τσαχαγέας Π- Αλεξίου Ν.), Εκδόσεις: Ελεύθερος Τύπος (ελληνική έκδοση 1986).
Πεφάνης, Γ.Π. 2009. Το χαμόγελο του Σαλτιμπάγκου: Δοκίμια και άρθρα. Αθήνα:
Αιγόκερως/θέατρο.
Τσατσούλης, Δ.
1999. «Κριτική: Βιομηχανία του Σώματος
στην Ημερήσια Καθημερινή Εφημερίδα
(13-11-1999)».
Αγγλική Βιβλιογραφία
Carter, M. 2003. Fashion
Classics: From Carlyle to Barthes. New York: Berg Publishers.
Emberley, J. 1987. “The fashion apparatus and the
deconstruction of postmodern subjectivity, in The Canadian Journal of political and Social Theory”, Vol. XI, No
1-2, pp. 39-50.
Svendsen, L. 2006. Fashion:
A Philosophy. (translation by Irons J.), London: Reaction Books.
Διαδικτυακές Πηγές (22/03/2012)
Ομιλίες για Έλενα Πέγκα:
Συνέντευξη Ε. Πέγκα
στην Β. Παλαιολόγου (Μάιος 2000). «Έλενα Πέγκα: Συγγραφέας και Σκηνοθέτις,
Πάντα Θεατρική στο περιοδικό Close
Up». Από το Ψηφιακό αρχείο του
Εθνικού Θεάτρου:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου